σκώληκα

σκώληκα
σκώληξ
worm
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραγονιμίαση — (Ιατρ.). Ελμινθίαση που προσβάλλει τα σαρκοβόρα ζώα, τους χοίρους και τον άνθρωπο, κυρίως στους πνεύμονες. Η μόλυνση αυτή, που απαντάται στην Κίνα, στην Κορέα και στην Ιαπωνία, οφείλεται στον τρηματώδη σκώληκα paragonimus ringeri, ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • σκωληκίτης — ὁ, Α αυτός που προέρχεται από σκώληκα ή αυτός που μοιάζει με σκώληκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, ηκος + κατάλ. ίτης (πρβλ. ονυχ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • Lepidoptera — Schmetterlinge Kolorierter Stich mit forstschädlichen Schmetterlingen von Tieffenbach aus Ratzeburgs „Die Waldverderbnis“ (1866) Systematik …   Deutsch Wikipedia

  • Schmetterling — Schmetterlinge Kolorierter Stich mit forstschädlichen Schmetterlingen von Tieffenbach aus Ratzeburgs „Die Waldverderbnis“ (1866) Systematik …   Deutsch Wikipedia

  • Schmetterlinge — Kolorierter Stich mit forstschädlichen Schmetterlingen von Tieffenbach aus Ratzeburgs „Die Waldverderbnis“ (1866) Systematik Unterstamm …   Deutsch Wikipedia

  • Schuppenflügler — Schmetterlinge Kolorierter Stich mit forstschädlichen Schmetterlingen von Tieffenbach aus Ratzeburgs „Die Waldverderbnis“ (1866) Systematik …   Deutsch Wikipedia

  • Sommervogel — Schmetterlinge Kolorierter Stich mit forstschädlichen Schmetterlingen von Tieffenbach aus Ratzeburgs „Die Waldverderbnis“ (1866) Systematik …   Deutsch Wikipedia

  • δρακοντίαση — η (Α δρακοντίασις) ιατρ. δερματική πάθηση που προκαλείται από την ανάπτυξη στον οργανισμό τού νηματώδους σκώληκα δρακόντιο* τής Μεδίνης ή φιλάρια τής Μεδίνης …   Dictionary of Greek

  • εχινόκοκκος — (echinococcus). Σκουλήκι της τάξης των κεστωδών. Στην τέλεια μορφή του έχει σχήμα πολύ μικρής ταινίας και είναι παράσιτο του εντέρου του σκύλου, ενώ ενδιάμεσοι ξενιστές της κυστικής μορφής του σκώληκα είναι τα πρόβατα, τα βοοειδή, οι χοίροι και… …   Dictionary of Greek

  • κάρδαμο — Κοινή ονομασία πολλών φυτών που καλλιεργούνται ως σαλατικά. Ως κ. αναφέρεται κυρίως το λεπίδιο το εδώδιμο της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται και στην Ελλάδα από την αρχαία εποχή. Είναι μονοετές που αναπτύσσεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”